ᾖσα — ἀείδω il.Parv.. aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤσαν — ἤσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἤσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγω — ησα, αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο: Άλγω ψυχικά με την εξέλιξη που πήραν οι υποθέσεις μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αερομαχώ — ησα, κάνω αερομαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδονολαλώ — ησα, κελαδώ σαν αηδόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλοθετώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω βραβεία σε αγώνες: Στους φετινούς σχολικούς αγώνες τα βραβεία αθλοθέτησε το υπουργείο Παιδείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματουρώ — ησα, βγάζω με τα ούρα αίμα: Από χθες ο άρρωστος αιματουρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμορραγώ — ησα, έχω αιμορραγία: Χθες αιμορραγούσε πάλι η μύτη μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κάνω κάτι αισθητό με σαφή και ζωηρή παράστασή του: Προσπάθησε να αισθητοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν το πέτυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισιοδοξώ — ησα, είμαι αισιόδοξος: Αισιοδοξώ για τα αποτελέσματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισχροκερδώ — ησα, κάνω αισχροκέρδεια: Αυτός χρόνια τώρα αισχροκερδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)